- κομβώ
- κομβῶ, -όω (AM) [κόμβος]κουμπώνωμσν.κομβώνω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακομβούμαι — ἀνακομβοῦμαι ( όομαι) (Α) σηκώνω τα μανίκια, ανασκουμπώνομαι, είμαι έτοιμος για δουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κομβοῦμαι, τού κομβῶ ( όω), «συνδεω, προσδένιο, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
ανακομπώνω — ἀνακομπώνω (Μ) 1. τραβώ προς τα επάνω, ανασηκώνω τα μανίκια ή το άκρο τού φορέματος μου 2. μέσ. προετοιμάζομαι, κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια, βάζω τα δυνατά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακομβῶ «ξεκουμπώνομαι, γδύνομαι» (πρβλ. αρχ. ἀνακομβοῦμαι*) < … Dictionary of Greek
ανασκουμπώνω — (Μ ἀνασκουμπώνω) Ι. ανασηκώνω τα μανίκια «ανασκούμπωσέ με» II. μέσ. 1. σηκώνω τα μανίκια και απογυμνώνω τα χέρια για να μην εμποδίζομαι στην εργασία μου 2. προετοιμάζομαι, είμαι έτοιμος να ενεργήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανακομβώ < ανα * + κομβώ… … Dictionary of Greek
κομβώνω — (Μ) [κομβώ] περιγελώ, κοροϊδεύω … Dictionary of Greek
κομπώνω — (Μ κομπώνω) 1. εξαπατώ, ξεγελώ («καὶ τώρα τὸν ἐμπόδισε κι εὑρέθη κομπωμένος», Χρον. Moρ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κομπωμένος, η, ο α) ψεύτικος, απατηλός β) φαντασμένος, επηρμένος μσν. δένω κάποιον με μάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κομβῶ, όω… … Dictionary of Greek
κούμπωμα — το (Α κόμβωμα) νεοελλ. η σύνδεση, η προσαρμογή κουμπιού στην κουμπότρυπα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) στόλισμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) στον πληθ. τὰ κομβώματα καλλωπίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κούμπωμα < κουμπώνω, ενώ ο τ. κόμβωμα < κομβῶ] … Dictionary of Greek
κόμβωσις — κόμβωσις, ἡ (Μ) [κομβώ] κούμπωμα … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek